τσούνια

τσούνια
η, Ν [τσούνι]
παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με μια ξύλινη σφαίρα να ρίξουν κάτω πέντε ξυλάκια με κωνοειδές σχήμα, τα οποία είναι όρθια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξέγδαρμα — το [ξεγδέρνώ] 1. αφαίρεση δέρματος, εκδορά 2. ασήμαντο επιφανειακό τραύμα τής επιδερμίδας, νυχιά, γρα τσουνιά, αμυχή 3. παροιμ. «ξένος πόνος ξέγδαρμα» η λύπη για την ατυχία που βρίσκει κάποιον άλλον περνάει γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • τσούνι — το, Ν καθένα από τα ξυλάκια με τα οποία παίζεται το παιχνίδι τσούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουνί με αλλαγή τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”